- γαλακτόζη
- Οργανική ένωση του τύπου C6H12O6, που ανήκει στις αλδοεξόζες. Διαφέρει από τη γλυκόζη κατά τη χωρική διάταξη των ομάδων γύρω από το τέταρτο άτομο του άνθρακα. Διακρίνεται σε D – και L – γ. και στο ανενεργό ισομοριακό τους μείγμα (ρακεμικό). Διαλύεται εύκολα στο νερό, είναι ελάχιστα διαλυτή στην αλκοόλη και υπάρχει σε αλειφατική και κυκλική μορφή (πυρανόζη ή φουρανόζη), που βρίσκονται σε κατάσταση ταυτομερούς ισορροπίας. Στους φυτικούς ιστούς η γ. είναι συστατικό της ραφινόζης, της μελιβιόζης και της σταχνόζης, καθώς και των πολυσακχαριτών (γαλακτόνες, πηκτίνες, αραβικό κόμμι κ.ά.). Στο σώμα των ζώων και των ανθρώπων είναι συστατικό της λακτόζης (γαλακτοσάκχαρο), του γαλακτογόνου, ορισμένων πολυσακχαριτών κ.ά. και μετατρέπεται εύκολα σε γλυκόζη. γαλακτοζαιμία. Γενετική διαταραχή που προκαλείται από ανεπάρκεια ενός ενζύμου του ήπατος που μετατρέπει τη γ. σε γλυκόζη. Μπορεί να αντιμετωπιστεί με διατροφή χωρίς γάλα.
Dictionary of Greek. 2013.